- πυρολογος
- πυρολόγοςπῡρο-λόγος2убирающий пшеницу
(δρεπάνη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δρεπάνη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυρολόγος — ον, Α αυτός που μαζεύει, που θερίζει το σιτάρι, θεριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + λόγος*] … Dictionary of Greek
πυρολόγους — πυρολόγος reaping wheat masc/fem acc pl πῡρολόγους , πυρολογ/ος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ανθρακολόγος — ο (κ. αθρακολόγος) μακρύ σιδερένιο κοντάρι με το οποίο ανακατεύουν τα κάρβουνα κλιβάνου ή εστίας, πυρολόγος … Dictionary of Greek